Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
View word page
κύλισμα
κύλισμα κύλισμα, ατος, τό, a rolling, wallowing, or a wallowing place, NTest.

ShortDef

a rolling, wallowing

Debugging

Headword:
κύλισμα
Headword (normalized):
κύλισμα
Headword (normalized/stripped):
κυλισμα
IDX:
18927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18946
Key:
ku/lisma

Data

{'content': 'κύλισμα\n κύλισμα, ατος, τό,\n a rolling, wallowing, or a wallowing place, NTest.', 'key': 'ku/lisma'}