Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
View word page
κύλιξ
κύλιξ κύλιξ (ῠ), ῐκος, ἡ, κύω a cup, drinking-cup, wine-cup, Lat. calix, Hdt., Pind., etc.; περιελαύνειν τὰς κ. to push round the cup, Xen.
ShortDef
a cup, drinking-cup, wine-cup
Debugging
Headword:
κύλιξ
Headword (normalized):
κύλιξ
Headword (normalized/stripped):
κυλιξ
IDX:
18926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18945
Key:
ku/lic
Data
{'content': 'κύλιξ\n κύλιξ (ῠ), ῐκος, ἡ,\n κύω\n a cup, drinking-cup, wine-cup, Lat. calix, Hdt., Pind., etc.; περιελαύνειν τὰς κ. to push round the cup, Xen.', 'key': 'ku/lic'}