Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
View word page
κύλινδρος
κύλινδρος κύλινδρος (ῠ), ὁ, a roller, cylinder, Plut. from κυλίνδω
ShortDef
a roller, cylinder
Debugging
Headword:
κύλινδρος
Headword (normalized):
κύλινδρος
Headword (normalized/stripped):
κυλινδρος
IDX:
18924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18943
Key:
ku/lindros
Data
{'content': 'κύλινδρος\n κύλινδρος (ῠ), ὁ,\n a roller, cylinder, Plut.\n \n from κυλίνδω', 'key': 'ku/lindros'}