Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
View word page
κυλίνδησις
κυλίνδησις κῠλίνδησις, εως a rolling, wallowing, Plut.

ShortDef

a rolling, wallowing

Debugging

Headword:
κυλίνδησις
Headword (normalized):
κυλίνδησις
Headword (normalized/stripped):
κυλινδησις
IDX:
18923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18942
Key:
kuli/ndhsis

Data

{'content': 'κυλίνδησις\n κῠλίνδησις, εως\n a rolling, wallowing, Plut.', 'key': 'kuli/ndhsis'}