Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφαγείρομαι
ἀμφάδιος
ἀμφαδόν
ἀμφαδός
ἀμφαΐσσομαι
ἀμφανδόν
ἀμφαραβέω
ἀμφασίη
ἀμφαϋτέω
ἀμφαφάω
ἀμφελικτός
ἀμφελίσσω
ἀμφερέφω
ἀμφέρχομαι
ἀμφήκης
ἀμφηρεφής
ἀμφήρης
ἀμφηρικός
ἀμφήριστος
ἀμφιάζω
ἀμφίαλος
View word page
ἀμφελικτός
ἀμφελικτός poet. for ἀμφιέλικτος coiled round, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφελικτός
Headword (normalized):
ἀμφελικτός
Headword (normalized/stripped):
αμφελικτος
IDX:
1894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1894
Key:
a)mfe/liktos
Data
{'content': 'ἀμφελικτός\n poet. for ἀμφιέλικτος\n coiled round, Eur.', 'key': 'a)mfe/liktos'}