Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
View word page
κύκνειος
κύκνειος κύκνειος, α, ον of a swan, Anth.

ShortDef

of a swan

Debugging

Headword:
κύκνειος
Headword (normalized):
κύκνειος
Headword (normalized/stripped):
κυκνειος
IDX:
18916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18935
Key:
ku/kneios

Data

{'content': 'κύκνειος\n κύκνειος, α, ον\n of a swan, Anth.', 'key': 'ku/kneios'}