Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
View word page
κυκλωτός
κυκλωτός κυκλωτός, ή, όν κυκλόω rounded, round, Aesch.
ShortDef
rounded, round
Debugging
Headword:
κυκλωτός
Headword (normalized):
κυκλωτός
Headword (normalized/stripped):
κυκλωτος
IDX:
18914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18933
Key:
kuklwto/s
Data
{'content': 'κυκλωτός\n κυκλωτός, ή, όν\n κυκλόω\n rounded, round, Aesch.', 'key': 'kuklwto/s'}