Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
View word page
κύκλωσις
κύκλωσις κύκλωσις, εως κυκλόω a surrounding, in a battle, Xen.; τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν the larger body that was endeavouring to surround them, Thuc.

ShortDef

a surrounding

Debugging

Headword:
κύκλωσις
Headword (normalized):
κύκλωσις
Headword (normalized/stripped):
κυκλωσις
IDX:
18913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18932
Key:
ku/klwsis

Data

{'content': 'κύκλωσις\n κύκλωσις, εως\n κυκλόω\n a surrounding, in a battle, Xen.; τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν the larger body that was endeavouring to surround them, Thuc.', 'key': 'ku/klwsis'}