Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
View word page
Κυκλώπιος
Κυκλώπιος Κυκλώπιος, α, ον = Κυκλώπειος, Eur. ἡ K. γῆ, i. e. Mycenae, Eur.:—fem. Κυκλωπίς, ίδος, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυκλώπιος
Headword (normalized):
κυκλώπιος
Headword (normalized/stripped):
κυκλωπιος
IDX:
18912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18931
Key:
*kuklw/pios

Data

{'content': 'Κυκλώπιος\n Κυκλώπιος, α, ον\n = Κυκλώπειος, Eur.\n ἡ K. γῆ, i. e. Mycenae, Eur.:—fem. Κυκλωπίς, ίδος, Eur.', 'key': '*kuklw/pios'}