Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυκλόεις
κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
View word page
Κυκλώπιον
Κυκλώπιον Κυκλώπιον, ου, τό, Dim. of Κύκλωψ, little Cyclops, Eur.
ShortDef
little Cyclops
white round the ball of the eye
Debugging
Headword:
Κυκλώπιον
Headword (normalized):
κυκλώπιον
Headword (normalized/stripped):
κυκλωπιον
IDX:
18911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18930
Key:
*kuklw/pion
Data
{'content': 'Κυκλώπιον\n Κυκλώπιον, ου, τό,\n Dim. of Κύκλωψ,\n little Cyclops, Eur.', 'key': '*kuklw/pion'}