Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
κυκλοδίωκτος
κυκλόεις
κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κύκνειος
κυκνόμορφος
View word page
κυκλοτερής
κυκλοτερής κυκλο-τερής, ές τείρω made round by turning (as in a lathe), Hdt.: then, generally, round, circular, Hom., etc.; κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν stretched it into a circle, Il.

ShortDef

made round by turning

Debugging

Headword:
κυκλοτερής
Headword (normalized):
κυκλοτερής
Headword (normalized/stripped):
κυκλοτερης
IDX:
18907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18926
Key:
kukloterh/s

Data

{'content': 'κυκλοτερής\n κυκλο-τερής, ές\n τείρω\n made round by turning (as in a lathe), Hdt.: then, generally, round, circular, Hom., etc.; κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν stretched it into a circle, Il.', 'key': 'kukloterh/s'}