Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
κυκλοδίωκτος
κυκλόεις
κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
View word page
κυκλοσοβέω
κυκλοσοβέω κυκλο-σοβέω, fut. -ήσω to drive round in a circle, whirl round, Ar.
ShortDef
to drive round in a circle, whirl round
Debugging
Headword:
κυκλοσοβέω
Headword (normalized):
κυκλοσοβέω
Headword (normalized/stripped):
κυκλοσοβεω
IDX:
18905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18924
Key:
kuklosobe/w
Data
{'content': 'κυκλοσοβέω\n κυκλο-σοβέω,\n fut. -ήσω\n to drive round in a circle, whirl round, Ar.', 'key': 'kuklosobe/w'}