Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυκλέω
κυκλιάς
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
κυκλοδίωκτος
κυκλόεις
κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
Κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
View word page
κυκλομόλιβδος
κυκλομόλιβδος κυκλο-μόλιβδος, ὁ, a round lead-pencil, Anth.
ShortDef
a round lead-pencil
Debugging
Headword:
κυκλομόλιβδος
Headword (normalized):
κυκλομόλιβδος
Headword (normalized/stripped):
κυκλομολιβδος
IDX:
18903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18922
Key:
kuklomo/libdos
Data
{'content': 'κυκλομόλιβδος\n κυκλο-μόλιβδος, ὁ,\n a round lead-pencil, Anth.', 'key': 'kuklomo/libdos'}