Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκλάς
κυκλέω
κυκλιάς
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
κυκλοδίωκτος
κυκλόεις
κυκλόθεν
κυκλομόλιβδος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κύκλος
κυκλοτερής
κυκλόω
Κυκλώπειος
Κυκλωπικῶς
View word page
κυκλοδίωκτος
κυκλοδίωκτος κυκλο-δίωκτος, ον διώκω driven in a circle, Anth.

ShortDef

driven round in a circle

Debugging

Headword:
κυκλοδίωκτος
Headword (normalized):
κυκλοδίωκτος
Headword (normalized/stripped):
κυκλοδιωκτος
IDX:
18900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18919
Key:
kuklodi/wktos

Data

{'content': 'κυκλοδίωκτος\n κυκλο-δίωκτος, ον\n διώκω\n driven in a circle, Anth.', 'key': 'kuklodi/wktos'}