κύκλιος
κύκλιος
κύκλιος, α, ον
κύκλος
round, circular, ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδής) , Eur.
κύκλιος χορός, οῦ, a chorus danced in a ring round an altar, a dithyrambic chorus, Ar., etc.:— κύκλια μέλη dithyrambic songs, Ar.