Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κύησις
Κυθέρεια
Κύθηρα
Κυθήριος
Κυθηροδίκης
Κυθηρόθεν
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκλάς
κυκλέω
κυκλιάς
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
κυκλοδίωκτος
View word page
κύκησις
κύκησις κύκησις (ῠ), εως a stirring up, mixing up, Plat.
ShortDef
a stirring up, mixing up
Debugging
Headword:
κύκησις
Headword (normalized):
κύκησις
Headword (normalized/stripped):
κυκησις
IDX:
18890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18909
Key:
ku/khsis
Data
{'content': 'κύκησις\n κύκησις (ῠ), εως\n a stirring up, mixing up, Plat.', 'key': 'ku/khsis'}