Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυηρός
κύησις
Κυθέρεια
Κύθηρα
Κυθήριος
Κυθηροδίκης
Κυθηρόθεν
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκλάς
κυκλέω
κυκλιάς
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
View word page
κύκηθρον
κύκηθρον κύκηθρον (ῠ), ου, τό, a ladle for stirring: metaph. an agitator, Ar.

ShortDef

a ladle for stirring

Debugging

Headword:
κύκηθρον
Headword (normalized):
κύκηθρον
Headword (normalized/stripped):
κυκηθρον
IDX:
18889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18908
Key:
ku/khqron

Data

{'content': 'κύκηθρον\n κύκηθρον (ῠ), ου, τό,\n a ladle for stirring: metaph. an agitator, Ar.', 'key': 'ku/khqron'}