Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυέω
Κύζικος
κύημα
κυηρός
κύησις
Κυθέρεια
Κύθηρα
Κυθήριος
Κυθηροδίκης
Κυθηρόθεν
κυΐσκομαι
κυκάω
κυκεών
κύκηθρον
κύκησις
κυκησίτεφρος
κυκλάς
κυκλέω
κυκλιάς
κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
View word page
κυΐσκομαι
κυΐσκομαι κυΐσκομαι, only in pres. Pass. to conceive, become pregnant, Hdt., Plat.
ShortDef
to conceive, become pregnant
Debugging
Headword:
κυΐσκομαι
Headword (normalized):
κυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
κυισκομαι
IDX:
18886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18905
Key:
kui/skomai
Data
{'content': 'κυΐσκομαι\n κυΐσκομαι,\n only in pres.\n Pass. to conceive, become pregnant, Hdt., Plat.', 'key': 'kui/skomai'}