Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζω
View word page
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχείλης χεῖλος with hooked beak, αἰετός Od.; αἰγυπιοί Il.

ShortDef

with hooked beak

Debugging

Headword:
ἀγκυλοχείλης
Headword (normalized):
ἀγκυλοχείλης
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοχειλης
IDX:
189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n189
Key:
a)gkuloxei/lhs

Data

{'content': 'ἀγκυλοχείλης\n χεῖλος\n with hooked beak, αἰετός Od.; αἰγυπιοί Il.', 'key': 'a)gkuloxei/lhs'}