Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζω
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κυδήεις
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιμος
κύδιστος
κυδνός
κυδοιδοπάω
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
κυδρός
Κυδώνιος
View word page
κυδιάνειρα
κυδιάνειρα κῡδι-άνειρα, ἡ, κῦδος, ἀνήρ glorifying or ennobling men, bringing them glory or renown, Il. pass. famous for men, Anth.
ShortDef
glorifying
Debugging
Headword:
κυδιάνειρα
Headword (normalized):
κυδιάνειρα
Headword (normalized/stripped):
κυδιανειρα
IDX:
18865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18883
Key:
kudia/neira
Data
{'content': 'κυδιάνειρα\n κῡδι-άνειρα, ἡ,\n κῦδος, ἀνήρ\n glorifying or ennobling men, bringing them glory or renown, Il.\n pass. famous for men, Anth.', 'key': 'kudia/neira'}