Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυβεύω
Κυβήβη
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζω
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κυδήεις
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιμος
κύδιστος
κυδνός
κυδοιδοπάω
κυδοιμέω
κυδοιμός
κῦδος
View word page
κυδάνω
κυδάνω κῡδάνω, = κυδαίνω only in pres. and imperf., to hold in honour, Il. to vaunt, boast, Il.
ShortDef
exalt, be triumphant
Debugging
Headword:
κυδάνω
Headword (normalized):
κυδάνω
Headword (normalized/stripped):
κυδανω
IDX:
18863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18881
Key:
kuda/nw
Data
{'content': 'κυδάνω\n κῡδάνω,\n = κυδαίνω\n only in pres. and imperf.,\n to hold in honour, Il.\n to vaunt, boast, Il.', 'key': 'kuda/nw'}