Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυβευτικός
κυβεύω
Κυβήβη
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζω
κυδαίνω
κυδάλιμος
κυδάνω
κυδήεις
κυδιάνειρα
κυδιάω
κύδιμος
κύδιστος
κυδνός
κυδοιδοπάω
κυδοιμέω
κυδοιμός
View word page
κυδάλιμος
κυδάλιμος κυδάλιμος (ᾰ), ον κῦδος glorious, renowned, famous, Hom.
ShortDef
glorious, renowned, famous
Debugging
Headword:
κυδάλιμος
Headword (normalized):
κυδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
κυδαλιμος
IDX:
18862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18880
Key:
kuda/limos
Data
{'content': 'κυδάλιμος\n κυδάλιμος (ᾰ), ον\n κῦδος\n glorious, renowned, famous, Hom.', 'key': 'kuda/limos'}