Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητήριος
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
Κυβήβη
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζω
κυδαίνω
View word page
κυβευτής
κυβευτής κῠβευτής, οῦ, κυβεύω a dicer, gambler, Xen.

ShortDef

a dicer, gambler

Debugging

Headword:
κυβευτής
Headword (normalized):
κυβευτής
Headword (normalized/stripped):
κυβευτης
IDX:
18851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18869
Key:
kubeuth/s

Data

{'content': 'κυβευτής\n κῠβευτής, οῦ,\n κυβεύω\n a dicer, gambler, Xen.', 'key': 'kubeuth/s'}