Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυβεία
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητήριος
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
Κυβήβη
κυβιστάω
κυβίστημα
κυβίστησις
κυβιστητήρ
κύβος
κυδάζω
View word page
κυβερνητικός
κυβερνητικός from κῠβερνήτης κῠβερνητικός, ή, όν good at steering, Plat.; comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the pilotʼs art, Plat.
ShortDef
good at steering
Debugging
Headword:
κυβερνητικός
Headword (normalized):
κυβερνητικός
Headword (normalized/stripped):
κυβερνητικος
IDX:
18850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18868
Key:
kubernhtiko/s
Data
{'content': 'κυβερνητικός\n from κῠβερνήτης\n κῠβερνητικός, ή, όν\n good at steering, Plat.; comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the pilotʼs art, Plat.', 'key': 'kubernhtiko/s'}