Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυανόστολος
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανώπης
κυανῶπις
κυανωπός
κυβεία
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητήριος
κυβερνητήρ
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
View word page
κυβερνάω
κυβερνάω κῠβερνάω, fut. -ήσω Lat. gubernare, to steer, Od., etc.: absol. to act as pilot or helmsman, Ar. metaph. to guide, govern, Pind., Soph.

ShortDef

to act as pilot

Debugging

Headword:
κυβερνάω
Headword (normalized):
κυβερνάω
Headword (normalized/stripped):
κυβερναω
IDX:
18843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18861
Key:
kuberna/w

Data

{'content': 'κυβερνάω\n κῠβερνάω,\n fut. -ήσω\n Lat. gubernare, to steer, Od., etc.: absol. to act as pilot or helmsman, Ar.\n metaph. to guide, govern, Pind., Soph.', 'key': 'kuberna/w'}