Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανώπης
κυανῶπις
κυανωπός
κυβεία
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητήριος
View word page
κυανώπης
κυανώπης κυᾰν-ώπης, ου, ὤψ dark-eyed, fem.
ShortDef
dark-eyed
Debugging
Headword:
κυανώπης
Headword (normalized):
κυανώπης
Headword (normalized/stripped):
κυανωπης
IDX:
18837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18855
Key:
kuanw/phs
Data
{'content': 'κυανώπης\n κυᾰν-ώπης, ου,\n ὤψ\n dark-eyed, fem.', 'key': 'kuanw/phs'}