Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυανόθριξ
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανώπης
κυανῶπις
κυανωπός
κυβεία
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
View word page
κυανόχροος
κυανόχροος κυᾰνό-χρους, ουν χρόα dark-coloured, dark-looking, Eur.; so κυανό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Eur.
ShortDef
dark in hue
Debugging
Headword:
κυανόχροος
Headword (normalized):
κυανόχροος
Headword (normalized/stripped):
κυανοχροος
IDX:
18836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18854
Key:
kuano/xrous
Data
{'content': 'κυανόχροος\n κυᾰνό-χρους, ουν\n χρόα\n dark-coloured, dark-looking, Eur.; so κυανό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Eur.', 'key': 'kuano/xrous'}