Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυανόθριξ
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανώπης
κυανῶπις
κυανωπός
κυβεία
κυβεῖον
Κυβέλη
κυβερνάω
κυβερνήσια
View word page
κυάνοφρυς
κυάνοφρυς κυᾰν-οφρυς, υ, dark-browed, Theocr.
ShortDef
dark-browed
Debugging
Headword:
κυάνοφρυς
Headword (normalized):
κυάνοφρυς
Headword (normalized/stripped):
κυανοφρυς
IDX:
18834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18852
Key:
kuano/frus
Data
{'content': 'κυάνοφρυς\n κυᾰν-οφρυς, υ,\n dark-browed, Theocr.', 'key': 'kuano/frus'}