Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμυντήριος
ἀμύντωρ
ἀμύνω
ἀμύσσω
ἀμυστίζω
ἀμυστί
ἄμυστις
ἀμυχή
ἀμφαγαπάζω
ἀμφαγείρομαι
ἀμφάδιος
ἀμφαδόν
ἀμφαδός
ἀμφαΐσσομαι
ἀμφανδόν
ἀμφαραβέω
ἀμφασίη
ἀμφαϋτέω
ἀμφαφάω
ἀμφελικτός
ἀμφελίσσω
View word page
ἀμφάδιος
ἀμφάδιος ἀναφαίνω poet. for ἀναφάδιος public, γάμος Od. acc. fem. ἀμφαδίην as adv., = ἀμφαδόν, Il.
ShortDef
public
Debugging
Headword:
ἀμφάδιος
Headword (normalized):
ἀμφάδιος
Headword (normalized/stripped):
αμφαδιος
IDX:
1885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1885
Key:
a)mfa/dios
Data
{'content': 'ἀμφάδιος\n ἀναφαίνω\n poet. for ἀναφάδιος\n public, γάμος Od.\n acc. fem. ἀμφαδίην as adv., = ἀμφαδόν, Il.', 'key': 'a)mfa/dios'}