Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαναιγίς
κυανάμπυξ
κυαναυγέτις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυανόθριξ
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπρῴρειος
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κύανος
κυανόστολος
κυάνοφρυς
View word page
κυανοβλέφαρος
κυανοβλέφαρος βλέφαρον dark-eyed, Anth.

ShortDef

dark-eyed

Debugging

Headword:
κυανοβλέφαρος
Headword (normalized):
κυανοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
κυανοβλεφαρος
IDX:
18824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18842
Key:
kuanoble/faros

Data

{'content': 'κυανοβλέφαρος\n βλέφαρον\n dark-eyed, Anth.', 'key': 'kuanoble/faros'}