Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτύπημα
κτύπος
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαναιγίς
κυανάμπυξ
κυαναυγέτις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυανόθριξ
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπρῴρειος
View word page
κυαναυγέτις
κυαναυγέτις κυᾰν-αυγέτις, ιδος pecul. fem. of κυαναυγής, Orph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυαναυγέτις
Headword (normalized):
κυαναυγέτις
Headword (normalized/stripped):
κυαναυγετις
IDX:
18819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18837
Key:
kuanauge/tis

Data

{'content': 'κυαναυγέτις\n κυᾰν-αυγέτις, ιδος\n pecul. fem. of κυαναυγής, Orph.', 'key': 'kuanauge/tis'}