Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαναιγίς
κυανάμπυξ
κυαναυγέτις
κυαναυγής
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
View word page
κυαμεύω
κυαμεύω κυᾰμεύω, fut. -σω κύαμος Pass. to be so elected, Dem.
ShortDef
to be so elected
Debugging
Headword:
κυαμεύω
Headword (normalized):
κυαμεύω
Headword (normalized/stripped):
κυαμευω
IDX:
18813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18831
Key:
kuameu/w
Data
{'content': 'κυαμεύω\n κυᾰμεύω,\n fut. -σω\n κύαμος\n Pass. to be so elected, Dem.', 'key': 'kuameu/w'}