Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαναιγίς
κυανάμπυξ
κυαναυγέτις
View word page
κτύπημα
κτύπημα κτύπημα (ῠ), ατος, τό, = κτύπος κτ. χειρός Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτύπημα
Headword (normalized):
κτύπημα
Headword (normalized/stripped):
κτυπημα
IDX:
18809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18827
Key:
ktu/phma

Data

{'content': 'κτύπημα\n κτύπημα (ῠ), ατος, τό,\n = κτύπος\n κτ. χειρός Eur.', 'key': 'ktu/phma'}