Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαναιγίς
View word page
κτίτης
κτίτης = κτίστης generally, an inhabitant, Eur.

ShortDef

an inhabitant

Debugging

Headword:
κτίτης
Headword (normalized):
κτίτης
Headword (normalized/stripped):
κτιτης
IDX:
18807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18825
Key:
kti/ths

Data

{'content': 'κτίτης\n = κτίστης\n generally, an inhabitant, Eur.', 'key': 'kti/ths'}