Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κύαθος
κυαμευτός
κυαμεύω
View word page
κτίσμα
κτίσμα κτίσμα, ατος, τό, κτίζω anything created, a creature, NTest.
ShortDef
anything created, a creature
Debugging
Headword:
κτίσμα
Headword (normalized):
κτίσμα
Headword (normalized/stripped):
κτισμα
IDX:
18803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18821
Key:
kti/sma
Data
{'content': 'κτίσμα\n κτίσμα, ατος, τό,\n κτίζω\n anything created, a creature, NTest.', 'key': 'kti/sma'}