κτιλόω
κτιλόω
from κτίλος (ῐ)
κτῐλόω,
fut. -ώσω
to tame:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.
{
"content": "κτιλόω\n from κτίλος (ῐ)\n κτῐλόω,\n fut. -ώσω\n to tame:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.",
"key": "ktilo/w"
}