Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτυπέω
κτύπημα
κτύπος
κύαθος
View word page
κτιλόω
κτιλόω from κτίλος (ῐ) κτῐλόω, fut. -ώσω to tame:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.
ShortDef
to tame
Debugging
Headword:
κτιλόω
Headword (normalized):
κτιλόω
Headword (normalized/stripped):
κτιλοω
IDX:
18801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18819
Key:
ktilo/w
Data
{'content': 'κτιλόω\n from κτίλος (ῐ)\n κτῐλόω,\n fut. -ώσω\n to tame:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.', 'key': 'ktilo/w'}