Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
View word page
κτήτωρ
κτήτωρ κτήτωρ, ορος, a possessor, owner, NTest., Anth.
ShortDef
a possessor, owner
Debugging
Headword:
κτήτωρ
Headword (normalized):
κτήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κτητωρ
IDX:
18797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18815
Key:
kth/twr
Data
{'content': 'κτήτωρ\n κτήτωρ, ορος,\n a possessor, owner, NTest., Anth.', 'key': 'kth/twr'}