Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
κτιστύς
κτίστωρ
View word page
κτητός
κτητός κτητός, ή, όν verb. adj. of κτάομαι, that may be gotten, Il., Eur. worth getting, desirable, Plat. acquired: κτητή a female slave, Hes.
ShortDef
that may be gotten
Debugging
Headword:
κτητός
Headword (normalized):
κτητός
Headword (normalized/stripped):
κτητος
IDX:
18796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18814
Key:
kthto/s
Data
{'content': 'κτητός\n κτητός, ή, όν\n verb. adj. of κτάομαι,\n that may be gotten, Il., Eur.\n worth getting, desirable, Plat.\n acquired: κτητή a female slave, Hes.', 'key': 'kthto/s'}