Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
κτίστης
View word page
κτητέος
κτητέος κτητέος, α, ον verb. adj. of κτάομαι, to be gotten, Plat. neut. one must get, Plat.
ShortDef
to be gotten
Debugging
Headword:
κτητέος
Headword (normalized):
κτητέος
Headword (normalized/stripped):
κτητεος
IDX:
18794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18812
Key:
kthte/os
Data
{'content': 'κτητέος\n κτητέος, α, ον\n verb. adj. of κτάομαι,\n to be gotten, Plat.\n neut. one must get, Plat.', 'key': 'kthte/os'}