Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
κτίσμα
View word page
κτῆσις
κτῆσις κτῆσις, εως κτάομαι acquisition, Thuc., Plat.; κατʼ ἔργου κτῆσιν according to success in the work, Soph. (from perf.) possession, Soph., Thuc., etc. as collective, = κτήματα, possessions, property, Hom.; in pl., Hdt., Plat., etc.

ShortDef

acquisition

Debugging

Headword:
κτῆσις
Headword (normalized):
κτῆσις
Headword (normalized/stripped):
κτησις
IDX:
18793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18811
Key:
kth=sis

Data

{'content': 'κτῆσις\n κτῆσις, εως\n κτάομαι\n acquisition, Thuc., Plat.; κατʼ ἔργου κτῆσιν according to success in the work, Soph.\n (from perf.) possession, Soph., Thuc., etc.\n as collective, = κτήματα, possessions, property, Hom.; in pl., Hdt., Plat., etc.', 'key': 'kth=sis'}