Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
κτίσις
View word page
κτήσιος
κτήσιος κτήσιος, α, ον κτάομαι belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of oneʼs own flock, Soph. belonging to oneʼs house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.

ShortDef

belonging to property

Debugging

Headword:
κτήσιος
Headword (normalized):
κτήσιος
Headword (normalized/stripped):
κτησιος
IDX:
18792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18810
Key:
kth/sios

Data

{'content': 'κτήσιος\n κτήσιος, α, ον\n κτάομαι\n belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of oneʼs own flock, Soph.\n belonging to oneʼs house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.', 'key': 'kth/sios'}