Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτίλος
κτιλόω
View word page
κτηνοτρόφος
κτηνοτρόφος κτηνο-τρόφος, ον τρέφω keeping cattle, pastoral.

ShortDef

keeping cattle, pastoral

Debugging

Headword:
κτηνοτρόφος
Headword (normalized):
κτηνοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
κτηνοτροφος
IDX:
18791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18809
Key:
kthnotro/fos

Data

{'content': 'κτηνοτρόφος\n κτηνο-τρόφος, ον\n τρέφω\n keeping cattle, pastoral.', 'key': 'kthnotro/fos'}