Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
κτήτωρ
View word page
κτῆμα
κτῆμα κτῆμα, ατος, τό, κτάομαι anything gotten, a piece of property, a possession, Od., Attic:—of a slave, παλαιὸν οἴκων κτ. Eur. in pl. possessions, property, wealth, Hom.; ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις who fallest on wealth, i. e. on the wealthy, Soph.

ShortDef

anything gotten, a piece of property, a possession

Debugging

Headword:
κτῆμα
Headword (normalized):
κτῆμα
Headword (normalized/stripped):
κτημα
IDX:
18787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18805
Key:
kth=ma

Data

{'content': 'κτῆμα\n κτῆμα, ατος, τό,\n κτάομαι\n anything gotten, a piece of property, a possession, Od., Attic:—of a slave, παλαιὸν οἴκων κτ. Eur.\n in pl. possessions, property, wealth, Hom.; ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις who fallest on wealth, i. e. on the wealthy, Soph.', 'key': 'kth=ma'}