Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητός
View word page
κτερίσματα
κτερίσματα κτερίσματα, τά, = κτέρεα, Soph., Eur. only used in pl.,
ShortDef
funeral gifts
Debugging
Headword:
κτερίσματα
Headword (normalized):
κτερίσματα
Headword (normalized/stripped):
κτερισματα
IDX:
18786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18804
Key:
kteri/smata
Data
{'content': 'κτερίσματα\n κτερίσματα, τά,\n = κτέρεα, Soph., Eur.\n only used in pl.,', 'key': 'kteri/smata'}