Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
View word page
κτερίζω
κτερίζω κτερίζω, = κτερεΐζω 1, Il., Soph. c. acc. cogn., κτέρεα κτ., like κτερεΐζω 2, Hom.
ShortDef
bury with solemn honors
Debugging
Headword:
κτερίζω
Headword (normalized):
κτερίζω
Headword (normalized/stripped):
κτεριζω
IDX:
18785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18803
Key:
kteri/zw
Data
{'content': 'κτερίζω\n κτερίζω,\n = κτερεΐζω 1, Il., Soph.\n c. acc. cogn., κτέρεα κτ., like κτερεΐζω 2, Hom.', 'key': 'kteri/zw'}