Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτεατίζω
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
κτῆσις
κτητέος
View word page
κτερεΐζω
κτερεΐζω from κτέρεα c. acc. pers. to bury with due honours, Il. c. acc. cogn., κτέρεα κτερεΐξαι to pay funeral honours, Od.

ShortDef

bury with due honours

Debugging

Headword:
κτερεΐζω
Headword (normalized):
κτερεΐζω
Headword (normalized/stripped):
κτερειζω
IDX:
18784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18802
Key:
kterei/zw

Data

{'content': 'κτερεΐζω\n from κτέρεα\n c. acc. pers. to bury with due honours, Il.\n c. acc. cogn., κτέρεα κτερεΐξαι to pay funeral honours, Od.', 'key': 'kterei/zw'}