Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτήσιος
View word page
κτέρας
κτέρας = κτέανον, a possession, Il.

ShortDef

a possession

Debugging

Headword:
κτέρας
Headword (normalized):
κτέρας
Headword (normalized/stripped):
κτερας
IDX:
18782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18800
Key:
kte/ras

Data

{'content': 'κτέρας\n = κτέανον,\n a possession, Il.', 'key': 'kte/ras'}