Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
View word page
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλότοξος τόξον with curved bow, Il., etc.
ShortDef
with curved bow
Debugging
Headword:
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized):
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοτοξος
IDX:
188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n188
Key:
a)gkulo/tocos
Data
{'content': 'ἀγκυλότοξος\n τόξον\n with curved bow, Il., etc.', 'key': 'a)gkulo/tocos'}