Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κτάομαι
κτέανον
κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
κτηνοτροφία
View word page
κτενισμός
κτενισμός κτενισμός, οῦ, a combing, Eur.
ShortDef
a combing
Debugging
Headword:
κτενισμός
Headword (normalized):
κτενισμός
Headword (normalized/stripped):
κτενισμος
IDX:
18780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18798
Key:
ktenismo/s
Data
{'content': 'κτενισμός\n κτενισμός, οῦ,\n a combing, Eur.', 'key': 'ktenismo/s'}