Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κτάντης
κτάομαι
κτέανον
κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενισμός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτῆμα
κτηνηδόν
κτῆνος
View word page
κτενίον
κτενίον κτενίον, ου, τό, Dim. of κτείς, a small comb, Luc.

ShortDef

a small comb

Debugging

Headword:
κτενίον
Headword (normalized):
κτενίον
Headword (normalized/stripped):
κτενιον
IDX:
18779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18797
Key:
kteni/on

Data

{'content': 'κτενίον\n κτενίον, ου, τό,\n Dim. of κτείς,\n a small comb, Luc.', 'key': 'kteni/on'}